ανέτοιμος

ανέτοιμος
η , ο [ος , ον ]
1) см. ανετοίμαστος 1; 2) незавершённый, незаконченный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανέτοιμος" в других словарях:

  • ἀνέτοιμος — unready masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέτοιμος — η, ο (Α ἀνέτοιμος, ον) αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος 2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος αρχ. ανέφικτος, ακατόρθωτος …   Dictionary of Greek

  • ανέτοιμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος: Ήμουνα ανέτοιμος να αντιμετωπίσω μια τέτοια κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνετοιμότερον — ἀνέτοιμος unready adverbial comp ἀνέτοιμος unready masc acc comp sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνετοιμότατον — ἀνέτοιμος unready masc acc superl sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνετοίμως — ἀνέτοιμος unready adverbial ἀνέτοιμος unready masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέτοιμον — ἀνέτοιμος unready masc/fem acc sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνετοίμοις — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνετοίμου — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνετοίμους — ἀνέτοιμος unready masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνετοίμων — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»